“Η Ανάπτυξη Της Βέρβενας-Χρέος Όλων Μας (1ο μέρος)” * Γιώργου Καπράνου
19 Φεβρουαρίου, 201124 Φεβρουαρίου συνέβη…(Σαν Σήμερα..)
23 Φεβρουαρίου, 2011Χρόνος Ανάγνωσης: 6 λεπτά
Συνημμένα στέλνω ένα κείμενό μου που γράφτηκε τον Αύγουστο του 2006 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κυνουρία τον επόμενο Οκτώβριο και αναφέρεται στην κακοποίηση και αλλοίωση του ιστορικού χώρου της Καμάρας, η οποία εκείνη την εποχή απασχολούσε έντονα πολλούς από μας.
Επειδή τίποτα δεν έγινε τότε και το έργο ολοκληρώθηκε, θεωρώ σκόπιμη την ανάρτηση του κειμένου αυτού στο vervena.net, ώστε τουλάχιστον να αποφευχθούν παρόμοιες αυθαιρεσίες που θα δώσουν πια τη χαριστική βολή στον χαρακτήρα του χωριού μας. Ευχή όλων μας βέβαια είναι να καθαιρεθούν αυτές οι κατασκευές το ταχύτερο, ως εξαιρετικά ακαλαίσθητες παρεμβάσεις που αντί να αναδεικνύουν τον ιστορικό χώρο τον καταδικάζουν να μην διαφέρει από την πλατεία ενός οποιουδήποτε άλλου χωριού. Γνωρίζουμε άλλωστε παρόμοια έργα του ίδιου εργολάβου και σε άλλα χωριά της περιοχής μας.
Αγαπητά Vervena.Net
Συνημμένα στέλνω ένα κείμενό μου που γράφτηκε τον Αύγουστο του 2006 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κυνουρία τον επόμενο Οκτώβριο και αναφέρεται στην κακοποίηση και αλλοίωση του ιστορικού χώρου της Καμάρας, η οποία εκείνη την εποχή απασχολούσε έντονα πολλούς από μας.
Επειδή τίποτα δεν έγινε τότε και το έργο ολοκληρώθηκε, θεωρώ σκόπιμη την ανάρτηση του κειμένου αυτού στο vervena.net, ώστε τουλάχιστον να αποφευχθούν παρόμοιες αυθαιρεσίες που θα δώσουν πια τη χαριστική βολή στον χαρακτήρα του χωριού μας. Ευχή όλων μας βέβαια είναι να καθαιρεθούν αυτές οι κατασκευές το ταχύτερο, ως εξαιρετικά ακαλαίσθητες παρεμβάσεις που αντί να αναδεικνύουν τον ιστορικό χώρο τον καταδικάζουν να μην διαφέρει από την πλατεία ενός οποιουδήποτε άλλου χωριού. Γνωρίζουμε άλλωστε παρόμοια έργα του ίδιου εργολάβου και σε άλλα χωριά της περιοχής μας.
" Η Tσιμεντοποίηση του Iστορικού χώρου των Βερβένων
Με αγανάκτηση και θλίψη οι κάτοικοι των Βερβένων παρακολουθούν τους τελευταίους μήνες την εξέλιξη των έργων τσιμεντοποίησης του ιστορικού χώρου του χωριού μας, οι οποίες σημειωτέον ξεκίνησαν τους μήνες που το χωριό ήταν έρημο, με αποτέλεσμα να βρεθούν ενώπιον τετελεσμένων γεγονότων. Αντιλαμβάνεσθε λοιπόν την έκπληξή μου διαβάζοντας στο τελευταίο φύλλο το σχετικό άρθρο σας, στο οποίο αναφέρεται ότι δήθεν «οι Βερβενιώτες εκφράζουν την ικανοποίησή τους με την υλοποίηση αυτού του έργου», ότι πρόκειται για μια σπάνια αρχιτεκτονική μελέτη κι ότι «βελτιώνεται η εικόνα του ιστορικού χωριού».
Η πραγματικότητα δυστυχώς δεν είναι αυτή. Τα έργα, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχουν την έγκριση των κατοίκων του χωριού ούτε την αποδοχή τους και οι περισσότεροι εύχονται να είχε παραμείνει ξεχασμένο το χωριό μας αντί να τύχει τέτοιας κακοποίησης. Οι κάτοικοι, σεβόμενοι τη σημασία του χώρου και επιζητώντας οι ίδιοι τη διατήρηση της φυσιογνωμίας και την ανάδειξή του, είχαν μεριμνήσει μέσω της Κοινότητας Βερβένων, ώστε οι απαραίτητες διαμορφώσεις να γίνουν με γνώση, προσοχή και σεβασμό στον ιστορικό χώρο και τα μνημεία, για τα οποία οι κάτοικοι ενδιαφέρονται περισσότερο από τον καθένα και επιθυμούν να φανούν αντάξιοι της καλαισθησίας και της γενναιοδωρίας των προγόνων τους που τα έστησαν. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα μνημεία παραγγέλθηκαν, κατασκευάστηκαν και στήθηκαν με μέριμνα και δαπάνες της εν Αμερική Αδελφότητος Βερβενιωτών και επιμέλεια του φιλότεχνου ιατρού Ιωάννου Δαρβέρη, οι οποίοι, μη φειδόμενοι χρημάτων και επιθυμώντας να προσφέρουν στο χωριό τους πραγματικά κοσμήματα διαχρονικής τέχνης, απευθύνθηκαν σε έναν από τους πιο ονομαστούς γλύπτες της εποχής τους, τον Μιχ. Τόμπρο. Έτσι λοιπόν και η Κοινότητα Βερβένων απευθύνθηκε σε μια προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας και επιστημονικής εγκυρότητας, τον καθηγητή αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου κ. Αργ. Πετρονώτη, ο οποίος και εκπόνησε σχετική μελέτη.
Η μελέτη αυτή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους αρμοδίους και κυρίως από τους ίδιους τους κατοίκους, οι οποίοι είναι πιο ευαίσθητοι σε θέματα αξιοποίησης τμήματος του χωριού τους. Δεν είναι σκοπός μου εδώ να περιγράψω εκείνη τη μελέτη, ούτε θεωρώ ότι θα ήταν αδύνατον να υπάρξει μια άλλη καλύτερη, αναφέρω μόνο ότι γνώμονες της ήταν, μεταξύ άλλων, ο σεβασμός στο φυσικό περιβάλλον, η ενορχήστρωση των λιγοστών και διακριτικών νέων στοιχείων για την ανάδειξη των μνημείων και του ιστορικού χώρου (και όχι το αντίθετο), η αφαίρεση παλαιότερων αντιαισθητικών επεμβάσεων, η διατήρηση των σημερινών λειτουργιών του χώρου με την αποφυγή παρεμβάσεων που θα επηρέαζαν τις καθιερωμένες χρήσεις του (διέλευση πεζών και οχημάτων, χώρος περιπάτου κλπ.), ο σεβασμός στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του χωριού, στην οποία κυριαρχεί η ντόπια πέτρα και το μάρμαρο, η αναστρεψιμότητα των παρεμβάσεων και η αντιστοιχία τους με την κλασικιστική τεχνοτροπία των άλλων μνημείων και δημοσίων κτιρίων του χωριού. Με την κατάργηση της Κοινότητας και την υπαγωγή των Βερβένων στον Δήμο Βόρειας Κυνουρίας, η μελέτη δεν εφαρμόστηκε, ούτε όμως και οι προαναφερθείσες αρχές ελήφθησαν υπόψιν στη νέα μελέτη.
Το έδαφος του ιστορικού χώρου προσφάτως καλύφθηκε με παχύ στρώμα τσιμέντου και είναι αμφίβολο αν θα ξαναδούμε τις πέτρες και το χορτάρι πάνω στα οποία περπάτησαν ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας και τόσοι άλλοι, και τα οποία ποτίστηκαν με αίμα, αλλά αντιθέτως θα σκοντάφτουμε στα ανισόπεδα επίπεδα αυτής της θλιβερής τσιμεντόστρωσης.
Πέρα από τον βιασμό του φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος, η ακαλαίσθητη αυτή τσιμεντόστρωση, της οποίας η ακαλαισθησία επιτείνεται δραματικά με τη στίλβωση της επιφάνειάς της, που μιμείται με αξιοθρήνητο τρόπο πλακόστρωτο, δεν έλαβε υπόψιν την ύπαρξη του μνημείου της μάχης και της μαρμάρινης στήλης του Υψηλάντη και, με την ανύψωση της στάθμης, τόσο το μηνημείο, όσο και η στήλη, που αποτελούν έργα του περίφημου γλύπτη Μιχ. Τόμπρου, ταπεινώθηκαν αντί να αναδειχθούν, μέσα σε αυτό το πέλαγος του τσιμέντου.
Μια χτιστή κατασκευή που δημιουργήθηκε μπροστά και σε μικρή απόσταση από την πλάκα του Υψηλάντη, με τη θέση, τις διαστάσεις και την αισθητική της, υποβαθμίζει και εν πολλοίς κρύβει το συγκεκριμένο έργο που με τόσο σεβασμό και ευλάβεια προσάρμοσε ο καλλιτέχνης στον ιστορικό βράχο και το οποίο για κάθε Βερβενιώτη αποτελεί πηγή υπερηφάνειας και συγκίνησης.
Σε διάφορα σημεία του χώρου κατασκευάστηκαν τοιχάρια, που δεν υπαγορεύονται από λειτουργικούς ή αισθητικούς λόγους, τα οποία συσφίγγουν και περιορίζουν το εύρος του χώρου και τον επιβαρύνουν με περιττά στοιχεία που αλλοιώνουν και υποβαθμίζουν τα μνημεία και το περιβάλλον. Το κυριότερο όμως είναι ότι μια σειρά τέτοιων τοιχαρίων παρεμβάλλεται μεταξύ του μνημείου της μάχης και της πλάκας του Υψηλάντη, διαιρώντας αυθαίρετα τον ενιαίο ιστορικό χώρο και αλλοιώνοντας την ιστορική του φυσιογνωμία και τη φυσική του διαμόρφωση, η οποία ήταν πάντοτε ευρεία και ανοιχτή και για το λόγο αυτό αποτέλεσε το χώρο συγκέντρωσης των πολεμιστών του στρατοπέδου Βερβένων και του λαού για την υποδοχή του Υψηλάντη καθώς και για τη συνεδρίαση της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Εύκολα λοιπόν γίνεται αντιληπτό, ότι τα τοιχάρια αυτά όχι μόνον δεν αναδεικνύουν, αλλά παραμορφώνουν τον ιστορικό χώρο. Επιπλέον, τα τοιχάρια αυτά είναι φορείς τέτοιου πλήθους προβολέων και άλλων φωτιστικών σωμάτων, που όταν λειτουργούν θα δίνουν εικόνα πανηγυριού στον άτυχο ιστορικό χώρο των Βερβένων και οι περιπατητές του χωριού που κατέληγαν το βράδυ στο σημείο αυτό για να θαυμάσουν τον ασύγκριτο έναστρο ουρανό του χωριού μας, δεν θα έχουν καν την αίσθηση της νύχτας.
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ σε κάθε στοιχείο του έργου, όπως η επένδυση ενός τσιμεντένιου τοίχου με στιλβωμένο γρανίτη, ένα υλικό πρωτοφανές και εντελώς άσχετο με τον τόπο, πάνω στο οποίο, όπως άκουσα, θα αντιγραφούν με ειδικό μηχάνημα πορτραίτα αγωνιστών της Επανάστασης, λες και η Βέρβενα δεν δικαιούται και δεν δύναται να διαθέτει πρωτότυπα έργα τέχνης. Αρκεί γενικά να πω ότι επιλέχτηκαν λύσεις που στερούνται πρωτοτυπίας, εμπνεύσεως και αισθητικής, οι οποίες από χρόνια έχουν εφαρμοσθεί αλλού και ήδη σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται προσπάθεια καθαίρεσής τους. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια σπάνια μελέτη, αλλά για την εφαρμογή πεπερασμένων λύσεων, η οποία αντιμετώπισε τον ιστορικό χώρο των Βερβένων σαν να ήταν η πλατεία ενός οποιουδήποτε χωριού και όχι ένας χώρος εθνικής σημασίας με απαιτήσεις άλλου επιπέδου.
Αυτό που συμβαίνει στον ιστορικό χώρο των Βερβένων είναι θλιβερό, οι κάτοικοι είναι αγανακτισμένοι και απελπισμένοι με την υποβάθμιση που υφίσταται ο ιστορικός χώρος του χωριού τους. Το χωριό με την ενοποίηση των Κοινοτήτων είναι ανυπεράσπιστο απέναντι στις πρωτοβουλίες ανθρώπων ξένων, που δεν το γνωρίζουν, δεν το πονάνε, δεν κατανοούν τη σημασία του ώστε να το σέβονται και το θυμούνται σε προεκλογικές χρονιές τραυματίζοντάς το, ελπίζω όχι ανεπανόρθωτα. Δεν λέω ότι η Δημοτική Αρχή είχε κακές προθέσεις απέναντι στο χωριό, ούτε είναι επιλήψιμη η επιθυμία της να ικανοποιήσει τους Δημότες. Δεν είναι λίγα απ’ ότι ακούω τα έργα της Δημοτικής Αρχής στον υπόλοιπο Δήμο, αλλά τουλάχιστον για αυτό έργο δεν πρέπει να είναι υπερήφανη. Λάθη συμβαίνουν, επισημαίνονται και ελπίζω ότι διορθώνονται. Και θα είναι κρίμα αν θεωρηθεί, λόγω της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε, ότι υπάρχουν αντιπολιτευτικά κίνητρα πίσω από αυτό το κείμενο. Όλοι γνωρίζουν ότι είμαι έξω από αυτά κι όλοι καταλαβαίνουν πόσο μικροί είμαστε και εμείς και οι νυν αρμόδιοι και οι επόμενοι και οι εκλογές μας και όλα αυτά, μπροστά στην ευθύνη μας για τέτοιους χώρους και τέτοια μνημεία, που τα παραλάβαμε από τους προγόνους μας (που δεν είχαν τις δυνατότητες που διαθέτουμε σήμερα εμείς), στολισμένα με καλλιτεχνικά πετράδια και κινδυνεύουμε να τα παραδώσουμε στους απογόνους μας απαξιωμένα και αξιολύπητα. Γι’ αυτό η ευθύνη των χώρων αυτών ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και αυτό πρέπει να τους επιμελείται, διότι η ανάδειξή τους είναι έξω από τις δυνατότητες, τις γνώσεις και την εμπειρία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν γνωρίζω γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού δεν λειτούργησε αποτελεσματικά σε αυτή την περίπτωση, αφού πρόκειται για κηρυγμένο ιστορικό χώρο και πράγματι υπάρχει μια εμπλοκή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στις Υπηρεσίες του. Εκείνο που ξέρω είναι ότι οι κάτοικοι ανυπομονούν, και δικαιολογημένα, όχι να ολοκληρωθούν τα έργα, αλλά να πιάσουν δουλειά τα κομπρεσέρ και να εξαφανίσουν αυτές τις κατασκευές από την είσοδο του χωριού μας.
Ο τόπος αυτός ήταν κάποτε ένα ανθισμένο λιβάδι, χωρίς τοίχους, τσιμέντα και προβολείς. Αγνάντευες από κάθε σημείο του ανεμπόδιστα όλο τον κάμπο, με τα τόσα χωριά και την Τρίπολη ξαπλωμένη στη μέση, και τη νύχτα κοίταζες εκστατικός τ’ αστέρια, ακούγοντας τ’ αηδόνια. Αυτό έκαναν κι ο Υψηλάντης κι ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι ήρωες αγωνιστές, τη μέρα που η ιστορία σταμάτησε σ’ αυτόν τον τόπο. Αυτό το χώμα κι αυτά τα λιθάρια, πότισαν κι ελευθέρωσαν με το αίμα τους οι Κυνουριείς στις 18 Μαΐου του ’21, κι αυτά, όσο ταπεινά κι αν φαίνονται, είναι σύμβολα ελευθερίας, δεν είναι κάτι ασήμαντο να ξανασκλαβωθεί μέσα στο τσιμέντο. Όπως η ιστορία σταμάτησε εδώ, έτσι κι ο τόπος πρέπει να μείνει ανέγγιχτος, σταματημένος κι αυτός στην ιστορία. Κανένα βιβλίο ιστορίας, σχέδιο, μνημείο ή περιγραφή, δεν μπορεί να μεταφέρει τον άνθρωπο πίσω στο χρόνο της ιστορίας. Όσο κι αν προσπαθούμε, βλέπουμε ότι μας λείπει κάτι ουσιαστικό για το ταξίδι μας στο χρόνο, γιατί μόνο το πραγματικό ιστορικό τοπίο μας μεταφέρει στο τότε. Περιττεύουν εκεί προβολείς, τσιμέντα, γρανίτες, πάρκιν, σουβενίρ και ξεναγοί. Η σιγαλιά του λιβαδιού, η υποβλητικότητα των γκρίζων βράχων, η απεραντοσύνη της θέας, το βουνίσιο αεράκι πάνω στις αγιασμένες πέτρες και το χορτάρι, ο ήλιος που βασιλεύει στο Ιόνιο, η Τρίπολη που απλώνεται από κάτω, τα χωριά στις απέναντι κορυφές, αυτά ακινητοποιούν τον ιστορικό χρόνο, αναδίδουν αιώνια τη σημασία του τόπου και φανερώνουν μπροστά μας τις μορφές των αθανάτων που τον στοιχειώνουν.
Τόσες καταστροφές γίνονται, τόσα τοπία βεβηλώνονται, δήθεν για χάρη της ανάπτυξης, λες κι αυτά δεν μπορούν να συνδυαστούν, όπως τόσο επιτυχημένα γίνεται στο Εξωτερικό. Η Βέρβενα δεν είναι μια μεγαλούπολη να έχει ανάγκη από τέτοιες θυσίες για να αναπτυχθεί και να συνεχίσει τη ζωή της. Ίσα – ίσα, θυσιάζοντας τη φυσιογνωμία και την ιστορικότητά της, είναι σίγουρο ότι δεν θα έχει μέλλον. Ας αφήσουμε κάτι καθαρό, άφθαρτο και αμόλυντο, σαν θησαυρό για τους επόμενους. Στους εργολάβους, τσιμεντοπώλες, τσιμεντολάγνους και τους άλλους «πρακτικούς» του χρήματος, ασφαλώς αυτά θα φαίνονται γραφικά και ίσως κάποιοι από αυτούς να σπεύσουν να πάρουν θέση σχετικά με το ζήτημα, για να υποστηρίξουν το έργο και την ποιότητά του. Όμως, δεν μπορούν να γελάσουν κανέναν. Αλλιώς βλέπουν αυτοί το χωριό μας, άλλα είναι τα κριτήριά τους κι αλλιώς το βλέπουμε εμείς και άλλα είναι τα δικά μας κριτήρια. Ελπίζω ότι αυτή τη φορά δεν θα επικρατήσουν οι τσιμεντολάτρες, αλλά οι υπόλοιποι. "
Παναγιώτης Β. Φάκλαρης
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης