Ευχές Π¨ασχα * Πρόεδρος Βερβένων
6 Απριλίου, 2012Προγραμμα Εορτασμου Της 189ης Επετειου Της Β’ Εν Αστρει Εθνικης Συνελευσεως Των Ελληνων Ετους 1823
20 Απριλίου, 2012
ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ.
( Στιγμές του χρόνου.)
Μια φορά κι έναν καιρό…..! Έτσι θα μπορούσα ν’αρχίσω. Όμως δεν πρόκειται για παραμύθι αλλά για μια πραγματικότητα που μοιάζει για μένα με νοσταλγικό παραμύθι. Είναι ένας μικρός περίπατος στο παρελθόν, με οδηγό τις αναμνήσεις. Νοσταλγίας εγκώμιο μπορώ να το ειπώ διαφορετικά. Μια αναπάντεχη βόλτα στον χαμένο παράδεισο των παιδικών μου χρόνων. Τότε που ζούσαμε στο χωριό απλά, μετρημένα, με τα ουσιώδη, τις φυσικές τροφές, βιολογικές τις λέμε σήμερα, που σχεδόν όλες ήταν εντόπιας παραγωγής ή αποκλειστικά κάθε σπιτιού. Μακριά από τις καταναλωτικές, άπληστες και ασύδοτες συνήθειες του σήμερα.
Γάλα φρέσκο από τις κατσίκες μας. Τυρί της ημέρας που έπηζε η μάνα μας. Κρέας βιολογικό από τον οικιακό ορνιθώνα ή τα αμνοερίφια των τοπικών κοπαδιών. Αυγά της ημέρας από τις κότες του σπιτιού μας. Λαχανικά από τους κήπους μας, άρτος ο επιούσιος από το σιτάρι των χωραφιών μας και άλλα πολλά με λίγα λεφτά. Μακάρι να γυρίζαμε σ’εκείνη την εποχή όπως καταντήσαμε; Μια εικόνα χίλιες αναμνήσεις, ήταν η αφορμή που οδήγησε τη μνήμη μου να πετάξει στο παρελθόν που έζησα στο χωριό μας.
Το περασμένο καλοκαίρι, ερευνώντας ένα ξεχασμένο οικογενειακό αρχείο φωτογραφιών κάποιου σπιτιού, με συγκεκριμένο σκοπό, εκτός των άλλων, ξεχώρισα και αυτήν τη φωτογραφία που βλέπετε, γιατί μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει, όταν τον ρώτησα, δεν ήταν σε θέση
να με πληροφορήσει για τίποτε σχετικό με τα εικονιζόμενα πρόσωπα.
Την εποχή εκείνη που είχε τραβηχτεί η φωτογραφία, οι προνοητικοί και μυαλωμένοι,
που γνώριζαν πως ο χρόνος φέρνει τη λησμονιά, σημείωναν τις σχετικές με τις φωτογραφίες πληροφορίες τους, στην πίσω όψη τους. <<Ενθύμιο φιλίας και αγάπης αιωνίας>>, ήταν μια φράση που συνόδευε τις φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων. Ο νοικοκύρης αυτού του σπιτιού δεν ανήκε σ’αυτήν την κατηγορία. Σήμερα είναι πολλοί εκείνοι οι ερασιτέχνες Βερβενιώτες που με τη φωτογραφική τους μηχανή, αποτυπώνουν στο χαρτί, αγαπημένα τους πρόσωπα, μαγευτικά τοπία, κτήρια, μνημεία, γιορτές, πανηγύρια και άλλες εκδηλώσεις από τη ζωή του χωριού μας. Με τον σύγχρονο τρόπο των βιντεοσκοπήσεων, δημιουργούνται τα ζωντανά αρχεία που διασώζουν την ατομική και συλλογική μνήμη, παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Η φύλαξη των φωτογραφιών, τα φωτογραφικά αρχεία, και τα video, είναι τα μέσα που κρατάνε άσβηστες τiς μνήμες από το παρελθόν, στιγμές του χρόνου που δε θέλουμε να ξεθωριάσουν. Αγαπημένα πρόσωπα που αν και έσβησε το καντήλι της ζωής τους, δε σβήνει η μνήμη τους από τις καρδιές των ανθρώπων και ζωντανεύουν με τη βοήθεια των φωτογραφιών.
Eπειδή ήταν αδύνατη η σχετική με τα εικονιζόμενα πρόσωπα πληροφόρηση από τον σπιτονοικοκύρη, αναγκαστικά θ’αφήσουμε τη
φωτογραφία να μας μιλήσει μόνη της με τη
βοήθεια των αναμνήσεών μου. Να μας ταξιδέψει
στο χαμένο αλλά αξέχαστο παρελθόν του
χωριού μας.
Στη δεκαετία του πενήντα, αρχές του
εξήντα, φαίνεται πως μας οδηγεί η ασπρόμαυρη
κιτρινισμένη από τον καιρό φωτογραφία.
Τα ασάλευτα εικονιζόμενα πρόσωπα, με
προσοχή περιμένουν να πετάξει το πουλάκι
της φωτογραφικής μηχανής. Ανδροκρατία
καπελωμένη με την τραγιάσκα και τη νοοτροπία
εκείνης της εποχής. Ίχνος γυναίκας. Αυτές ήταν
τότε για το σπίτι, την κουζίνα, το πλύσιμο
με τη σκάφη και τις άλλες δουλειές του
σπιτιού. Ούτε Άγιο Όρος να ήταν. Τα σακάκια
μαρτυρούν πως δεν ήταν καλοκαίρι. Η φορεσιά
ολόκληρη δείχνει το οικονομικό επίπεδο και
τον πολιτισμό της εποχής εκείνης. Ένας μόνο
με την παραδοσιακή στολή της φουστανέλας.
Το μαγαζί μοιάζει να είναι του Κ.Τυροβολά
(Γαλιαγάλια) που κάποτε ήταν πρόεδρος του
χωριού μας. Η ταμπέλα που θα μας έδειχνε το
είδος του καταστήματος και ίσως τον ιδιοκτήτη
του, απουσιάζει όπως ακριβώς συμβαίνει και
σήμερα. Ίχνος ενδεικτικής πινακίδας σε όλα τα
καταστήματα του χωριού μας. Καφενείο μοιάζει
να ήταν το μαγαζί. Ίσως το καλύτερο ή το
μοναδικό, αφού κατόρθωνε να συγκεντρώσει
τόσους πελάτες. Τα δυο σιδερένια τραπεζάκια,
άδεια. Φαίνεται πως όλοι βγήκαν έξω για την
αναμνηστική φωτογραφία.
Ο φωτογράφος δε φαίνεται να ήταν έμπειρος
ή επαγγελματίας, ούτε καν ερασιτέχνης.
Αρχάριος ναι, αφού άφησε ένα μεγάλο κενό στο
δεξιό μέρος της φωτογραφίας. Εκεί έπρεπε να
τοποθετήσει αυτούς που έκοψε από αριστερή
μεριά, Άνετα εδώ μπορούμε να ειπούμε εκείνο
το ευτράπελο προσαρμοσμένο στην περίπτωση,
<<φωτογράφε φωτοχάλια, έκοψες πολλά
κεφάλια>>. Ο καμένος ο φωτογράφος φαίνεται
πως δεν είχε την πρόθεση να εξαφανίσει
μερικούς από τους συμπατριώτες μας. Πήγε για
καλό και του προέκυψε αδεξιότητα. Αθώο ήταν
το αμάρτημα που διέπραξε και χωρίς πρόθεση.
Εγκληματική ενέργεια <<έργω και διανοία>>
διέπραξε εκείνος που διοχέτευσε το μίσος του
και εξαφάνισε το πρόσωπο του άγνωστου
πλέον συμπατριώτη μας, που κάθεται αμέριμνος
καπνίζοντας το τσιγάρο του. Δε γνωρίζουμε
ποιος ήταν ο παθών κι αν ζει στις καρδιές των
ανθρώπων του χωριού μας, τώρα που έφυγε
από τη ζωή. Το πιθανότερο που μπορούμε
να συμπεράνουμε είναι πως θα ήταν << ένα
παλιόμουτρο>>, όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Όμως το μίσος αυτού που αυτοδίκησε και του
έκανε τα <<μούτρα παζάρι>> ακόμα και στη
φωτογραφία, δείχνει έναν κακό άνθρωπο, που
είχε ξεχάσει πως το μίσος είναι αυτοτιμωρία,
δείγμα των μικρόψυχων ανθρώπων, που
αγνοούν το <<Αγαπάτε αλλήλους>> ακόμα και
<<τους εχθρούς υμών>>.
Εκτός από την εγκληματική ενέργεια
του άγνωστου, εκείνο που επίσης προκαλεί
μεγάλη εντύπωση, είναι ο ψηλός που κείτεται
<<φαρδύς πλατύς>> και ατελείωτος, στο
έδαφος. Ο άνθρωπος έχοντας γνώση του
ύψους του, ξάπλωσε για τις ανάγκες της
φωτογραφίας, διευκολύνοντας έτσι και τον
αδέξιο φωτογράφο. Με την ευρηματική του
στάση, έδειξε πως είχε και πνεύμα. Έτσι
έγινε ο πρωταγωνιστής, μονοπωλώντας το
ενδιαφέρον της φωτογραφίας. Ποιος από εμάς
τους μεγαλύτερους, δε θυμάται τον ψηλό
Ευάγγελο Σούρσο, που κάποτε υπήρξε και ο
μαναρτζής του χωριού μας? Είμαι απολύτως
βέβαιος πως το ανέκδοτο του λαϊκού πνεύματος
των Βερβένων που αντιγράφω από τη σελίδα
26 του φυλλαδίου της αναπαράστασης των
ιστορικών γεγονότων του 1960, αναφέρεται
σ’αυτόν τον αείμνηστο τύπο:
<<Ο μαναρτζής του χωριού μεταβαίνει σ’ένα
σπίτι να εισπράξει το μηνιάτικο, ένα κατοστάρι
λάδι. Κι’η οικοκυρά που είχε κρατήσει ένα
μήνα τα μανάρια της κοντά στο θέρο του
λέει: Τι λάδι γυρεύεις, αφού αυτό το μήνα δεν
τα’στειλα, τα κράτησα στο θέρο? Κι εκείνος
απαντά: Και τι με νόμισες εμένα, δάσκαλο να
γράφω απουσίες?>>
Αξέχαστες εικόνες των παιδικών μας χρόνων
που έχουν κρεμαστεί στην πινακοθήκη της
ψυχής μας και μας γεμίζουν ευτυχία, κάθε φορά
που οι αναμνήσεις μας με νοσταλγία ανοίγουν
την πόρτα του παρελθόντος.
Κάθε πρωί τότε, τα καλοκαίρια, πριν βγει
ο ήλιος, με τη δροσιά, ένας από κάθε σπίτι,
συνήθως ο νεότερος ή η νεότερη, έπαιρνε
τα οικόσιτα ζώα του και τα οδηγούσε στο
σταυροδρόμι, που βρίσκεται πίσω από τα
σπίτια του Κούκουρα και του Μπαταρόλα, για
να τα παραδώσει στο μαναρτζή, το βοσκό
δηλαδή που θα τα οδηγούσε στην ημερήσια
εξόρμηση, για απασχόληση και βοσκή, στα
χωράφια και τις πλαγιές, έξω από το χωριό,
για να τα μαναρίσει κι αυτός, να τα θρέψει
δηλαδή.
Το απόγευμα, με το ηλιοβασίλεμα, εκεί
που παραδίναμε τα ζώα κάθε πρωί, στον ίδιο
δηλαδή χώρο, περιμέναμε να τα παραλάβουμε,
μέσα σ’ένα σύννεφο από σκόνη, που σήκωναν
τα ζώα, που γύριζαν βιαστικά και τρέχοντας
από τη βοσκή.
Εμείς περιμέναμε να υποδεχθούμε
τ’αγαπημένα ζωάκια του σπιτιού μας, όπως
περιμένουν οι γονείς τα μικρά παιδιά που
γυρίζουν από το σχολείο, για να τα χαϊδέψουμε
στο πρόσωπο και τη ράχη, να τους δείξουμε το
δρόμο που τα οδηγούσε στα σπίτια μας.
Αξέχαστα ωραία χρόνια κι ας ήταν χωρίς
τις σημερινές ευκολίες. Αυτά τα χρόνια είναι η
ιερή κι ευλογημένη φωνή του γενέθλιου τόπου,
ιδιαίτερα γνήσια και έντονη, ολοζώντανη και
δυνατή, που μας εμπνέει και κατευθύνει τα
βήματά μας και μας καλεί συνέχεια κοντά του,
για να τον αναπτύξουμε, να τον αξιοποιήσουμε,
να τον δούμε όπως τον ονειρευόμαστε, με τους
ανθρώπους αγαπημένους, να συνεργάζονται, να
προσπαθούν και να βρίσκουν τις πιο σωστές
λύσεις για τα κοινά προβλήματα του χωριού
μας.
Καλή Ανάσταση.
Γεώργιος Αν.Τακλής.